συζευκτικός

συζευκτικός
-ή, -ό / συζευκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συζεύγνυμι]
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη σύζευξη ή αυτός που είναι κατάλληλος για σύζευξη, συνδετικός («συζευκτικὴ ἔγκλισις», Δοσίθ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συζευκτικοί λίθοι» — ορισμένοι λίθοι τής τοιχοδομής οι οποίοι αφήνονται σε προεξοχή ώστε μελλοντικά να χρησιμεύσουν για τη σύνδεση νέου τοίχου που χτίζεται σε συνέχεια με τον παλαιό
β) «συζευκτικός χόνδρος»
ανατ. χόνδρινο τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ τής διάφυσης και τής επίφυσης τών οστών και διά τού οποίου συντελείται η κατά μήκος αύξηση τών οστών, αλλ. αυξητικός χόνδρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”