- συζευκτικός
- -ή, -ό / συζευκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συζεύγνυμι]αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη σύζευξη ή αυτός που είναι κατάλληλος για σύζευξη, συνδετικός («συζευκτικὴ ἔγκλισις», Δοσίθ.)νεοελλ.φρ. α) «συζευκτικοί λίθοι» — ορισμένοι λίθοι τής τοιχοδομής οι οποίοι αφήνονται σε προεξοχή ώστε μελλοντικά να χρησιμεύσουν για τη σύνδεση νέου τοίχου που χτίζεται σε συνέχεια με τον παλαιόβ) «συζευκτικός χόνδρος»ανατ. χόνδρινο τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ τής διάφυσης και τής επίφυσης τών οστών και διά τού οποίου συντελείται η κατά μήκος αύξηση τών οστών, αλλ. αυξητικός χόνδρος.
Dictionary of Greek. 2013.